- περιεργάζω
- Μβλ. περιεργάζομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιεργάζομαι — ΝΜΑ, και περιεργάζω Μ [περίεργος] ερευνώ, εξετάζω προσεκτικά (α. «περιεργάζομαι το κόσμημα» β. «κάλλη γυναικῶν περιεργαζομένῃ», Ιωάνν. Χρυσ.) μσν. ενεργ. περιεργάζω αναζητώ προσεκτικά μσν. αρχ. 1. κοπιάζω υπερβολικά, καταγίνομαι σε κάτι με πολύ… … Dictionary of Greek
ՊԱՐԱԳՈՐԾԵՄ — (եցի.) NBH 2 0626 Chronological Sequence: 12c ն. περιεργάζω curiose ago, frustra satago. Հելլենական ոճով՝ Հետաքննել. կամ վայրապար ճգնիլ. *Փառաւորեա՛ զնա ընդ անհետազօտելի արարածոց նորա, եւ մի պարագործեր, զոր ոչ կարես կրել, եւ իմանալ՝ ղինչ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)